- φοβερωτάτη
- φοβερόςfearfulfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
φοβερός — ή, ό / φοβερός, ά, όν, ΝΜΑ (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί φόβο, τρομακτικός (α. «πικρή ναι η φοβερώτατη / τού κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ. β. «χρηστήρια φοβερὰ καὶ ἐς δεῖμα βαλόντα», Ηρόδ.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός,… … Dictionary of Greek